επιχαρίζομαι

επιχαρίζομαι
ἐπιχαρίζομαι (Α)
1. παραχωρώ κάτι σε κάποιον για να τού κάνω χάρη
2. είμαι ευπροσήγορος, ευγενικός προς κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχαρισώμεθα — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 1st pl ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαρίσαιο — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor opt mp 2nd sg ἐπιχαρίζομαι make a present of aor opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαρίσηται — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 3rd sg ἐπιχαρίζομαι make a present of aor subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχαρίσατο — ἐπιχαρίζομαι make a present of aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠπιχάριτται — ἐπιχάρισσαι , ἐπιχαρίζομαι make a present of aor imperat mp 2nd sg (epic) ἐπιχάρισσαι , ἐπιχαρίζομαι make a present of aor imperat mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιχαρίζομαι — Α προσφέρω σε κάποιον ακόμη ως χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχαρίζομαι «προσφέρω χάρη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”